Αρχαία Ελληνική Τριήρης
Η τριήρης ήταν πολεμικό πλοίο, που πολλές φορές το χρησιμοποιούσαν και σαν εμπορικό. Ήταν πολύ ελαφρύ σκάφος.
Παρουσίαζε την πρωτοτυπία ότι συγκέντρωνε περισσότερους κωπηλάτες σε σχέση με τα πλοία της εποχής με αποτέλεσμα να αυξάνεται η προωστική δύναμη του σκάφους, χωρίς να αυξάνεται ανάλογα και το μήκος του. Αυτό επιτεύχθηκε με την τοποθέτηση των κωπηλατών σε τρεις υπερκείμενες ή επάλληλες σειρές, αντί της μιας, όπως συνέβαινε με τις τριακόντορους και τις πεντηκόντορους.
Το βύθισμα του πλοίου (από την ίσαλο γραμμή ως την τρόπιδα) ήταν ελάχιστο οπότε μπορούσε να κινείται με άνεση στα αβαθή ενώ παράλληλα μπορούσαν να το τραβούν κάθε βράδυ στην ξηρά.
Το σχήμα του, που ήταν μακρύ και λεπτό (35-40 μ. επί 6 μ. περίπου), του επέτρεπε να πλέει με ταχύτητα 6 κόμβων (1 κόμβος = 1852 μ.) την ώρα, και να είναι ευκίνητο.
Το πλήρωμα το αποτελούσαν 200 άνδρες: ο κυβερνήτης, 10 αξιωματούχοι, 2 τοξότες, 14 στρατιώτες και 170 κωπηλάτες. Υπολογίζεται ότι το βάρος της τριήρους μαζί με το πλήρωμα ήταν 50 τόνοι, όσο και το βάρος του έρματος, που βοηθούσε στην ισορροπία του πλοίου.
Οι βασικές κινήσεις μέσα στο πλοίο ήταν η κωπηλασία, η ύψωση και καθαίρεση των ιστίων, η ανάσπαση ή το ρίξιμο των αγκυρών, με ειδική ομάδα - ολιγάριθμη φυσικά - σε κάθε περίπτωση. Ουσιαστική βέβαια, όπως οι άλλες αλλά περισσότερο εντυπωσιακή, ήταν η ρύθμιση της κωπηλασίας.
Αυτό γινόταν από τον κελευστή διοικητή του αιρετικού, που έδινε με παραγγέλματα την εκκίνηση και την παύση. Τον βοηθούσαν ένας ή δύο αυλητές, που λέγονταν και τριήραυλοι, κρατώντας το ρυθμό με τον αυλό ή το άσμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, εν' όψει του εχθρού, οι αυλητές χρησιμοποιούσαν ένα ζευγάρι λιθάρια (πέτρινα κρόταλα) και τούτο για να μη συγχέονται τα παραγγέλματα του κελευστή με το άσμα της φωνής τους ή τον ήχο των αυλών.
Το σκάφος της τριήρους ήταν φτιαγμένο από ξύλο ελάτου, ώστε το πλοίο να είναι ελαφρύ. Η καρίνα όμως, το δοκάρι δηλαδή που φτάνει από την πλώρη στην πρύμνη, η «σπονδυλική στήλη του πλοίου», ήταν από βαλανιδιά για να είναι πιο ανθεκτική. Το κατάρτι που στήριζε το τετράγωνου σχήματος πανί, χαμήλωνε στη γέφυρα όταν το πλοίο συγκρουόταν με άλλα εχθρικά.
Τα σχοινιά που κινούσαν το κατάρτι ήταν κατασκευασμένα από κάνναβη ή πάπυρο και αλειμμένα με πίσσα, για να μη σαπίζουν εύκολα, ενώ κομμάτια από πετσί εξασφάλιζαν τη στεγανότητα στα διάφορα τμήματα του πλοίου. Σε κάθε πλευρά της πρύμνης υπήρχαν δύο κουπιά – τιμόνια, που χρησίμευαν για να δίνουν τη σωστή κατεύθυνση στο πλοίο.
Η πρύμνη τελείωνε στο ακροστόλιο, διακοσμητικό στοιχείο με 4 ή 5 κυρτούς άξονες, σαν βεντάλια. Οι αρχαίοι ήθελαν το πλοίο να μοιάζει με θαλάσσιο τέρας. Το ακροστόλιο ήταν η ουρά που έβγαινε από τη θάλασσα.
Στην πλώρη ήταν ζωγραφισμένο ένα μάτι, με συμβολική σημασία. Πρόσεχε την πορεία και απομάκρυνε τα κακά πνεύματα που θα μπορούσαν να βάλουν σε κίνδυνο το ταξίδι, ενώ, λίγο πιο μπροστά μπρούντζινο έμβολο προεξείχε του πρόσθιου τμήματος προς ενίσχυση της πλώρης. Χρησίμευε για να προκαλεί ρήγματα στα εχθρικά καράβια στις ναυμαχίες, ρήγματα που συνήθως ήταν μοιραία.